ξεζεύω

ξεζεύω
ξεζεύω και ξεζεύγω ξέζεψα, ξεζεύτηκα, ξεζεμένος, βγάζω, ελευθερώνω το ζώο από το ζυγό: Ξέζεψα τα βόδια από το αλέτρι να ξεκουραστούν.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ξεζεύω — ξεζεύω, ξέζεψα βλ. πίν. 17 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • αποζεύω — (Μ ἀποζεύω Α ἀποζεύγνυμι κ. γνύω) ξεζεύω, λύνω τα βόδια από τον ζυγό αρχ. 1. διαχωρίζω 2. ( μαι) αποχωρίζομαι, απαλλάσσομαι από κάποιον ή κάτι 3. φρ. «ἀπεζύγην πόδα(ς)» σταμάτησα να περπατώ …   Dictionary of Greek

  • λύνω — και λύω και λυώ (AM λύω, Μ και λύνω και λυῶ) 1. ανοίγω ή χαλαρώνω κάτι δεμένο, αφαιρώ τους δεσμούς που συνέχουν ένα πράγμα, ξεδένω, ξελύνω, ξεζώνω, ξεκρεμώ (α. «δεν μπορώ να λύσω αυτόν τον κόμπο» β. «οὐκ εἰμὶ ἱκανὸς λῡσαι τὸν ἱμάντα τῶν… …   Dictionary of Greek

  • ξεζέψιμο — το [ξεζεύω] ξέζεμα …   Dictionary of Greek

  • ξεζεύ(γ)ω — (Μ ξεζεύω) βγάζω τον ζυγό, ελευθερώνω υποζύγιο από τον ζυγό («ξέζεψε τα βόδια από το αλέτρι») μσν. (για συζύγους) διαλύω τον γάμο, χωρίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < στερ. ξ(ε) * + ζεύ(γ)ω] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”